- φολιδοειδής
- φολῐδ-οειδής, ες,A scaly, Orib.Fr.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φολιδοειδής — ές, ΜΑ αυτός που μοιάζει με φολίδα, λεπιδοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < φολίς, ίδος + ειδής*] … Dictionary of Greek